- ἄριος
- ἄριοιmasc nom sgἄροςuseneut gen sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἄριος — masc nom sg Ἄριος masc/fem nom sg Ἄρις fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Άριος — Άριος, ο θηλ. ια αυτός που ανήκει στην Αριανή (ή Ινδοευρωπαϊκή) ομοεθνία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Άριος, δήμος — Νέος δήμος (2.189 κάτ.) του νομού Μεσσηνίας, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Αλωνίων, Άμμου, Ανεμομύλου, Άριος, Αριοχωρίου και Ασπροπουλιάς, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου ορίστηκε ο… … Dictionary of Greek
άριος — βλ. άρειος … Dictionary of Greek
σακελ(λ)άριος — ο / σακελλάριος, ΝΜ 1. παλαιό εκκλησιαστικό αξίωμα που δινόταν, συνήθως, σε πρεσβυτέρους ή και σε διακόνους και τού οποίου ο κάτοχος ασκούσε εποπτεία στα μοναστήρια τής επισκοπής, είχε τον έλεγχο τής λειτουργίας τής επισκοπικής φυλακής, δίκαζε… … Dictionary of Greek
κηρουλ(λ)άριος — κηρουλ(λ)άριος, ὁ (Μ) πωλητής κεριών και λαμπάδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο λατ. *cerulańus < cerula «κερί» + arius, κατάλ. που δηλώνει επάγγελμα ή αξίωμα] … Dictionary of Greek
ταβουλ(λ)άριος — ὁ, Α αρχειοφύλακας τής κεντρικής και περιφερειακής διοίκησης τού Βυζαντίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. tabularius «γραμματοφύλακας» (πρβλ. ταβλάριος)] … Dictionary of Greek
αποκρισ(ι)άριος — ο θηλ. ισσα και αποκρισάρης, ο και αποκρισάτορας, ο 1. ο μαντατοφόρος: Αν είν κακό το μαντάτο, δε φταίει ο αποκρισάρης. 2. πρεσβευτής, αποσταλμένος πολιτικός ή εκκλησιαστικός σε ξένη παρόμοια αρχή: Ο μητροπολίτης Α ήταν αποκρισιάριος του… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἄριον — Ἄριος masc acc sg Ἄριος neut nom/voc/acc sg Ἄριος masc/fem acc sg Ἄριος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρίου — Ἄριος masc/neut gen sg Ἄριος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)